ἐπαινοῦμαι

ἐπαινοῦμαι
ἐπαινέω
approve
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ἐπαινέω
approve
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαινούμαι — επαινούμαι, επαινέθηκα, (ε)παινεμένος βλ. πίν. 77 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλληλεπαινούμαι — ( έομαι) και αλληλο [αλληλοέπαινος] επαινούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επαινώ …   Dictionary of Greek

  • αλληλοέπαινος — ο το να επαινεί ο ένας τον άλλον, ο αμοιβαίος έπαινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + έπαινος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλ(ο)επαινούμαι] …   Dictionary of Greek

  • αντεπαινώ — ἀντεπαινῶ ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω επαίνους 2. ( ούμαι) επαινούμαι σε σύγκριση με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • διαβοώ — (AM διαβοῶ, έω) κοινολογώ, φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω, διατυμπανίζω 2. μέσ. διαμαρτύρομαι φωνασκώντας 3. παθ. είμαι ή γίνομαι πασίγνωστος 4. εξυμνούμαι, επαινούμαι …   Dictionary of Greek

  • διαλέγομαι — (AM διαλέγομαι) συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συζητώ αρχ. 1. συσκέπτομαι 2. διαπραγματεύομαι 3. μιλώ δημόσια 4. συναστρέφομαι 5. σκέπτομαι, διαλογίζομαι 6. (για γλώσσα ή διάλεκτο) μιλώ, μεταχειρίζομαι 7. γράφω σε πεζό λόγο 8. (στους Σωκρατικούς)… …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευκλεούμαι — εὐκλεοῡμαι, έομαι (Μ) [ευκλεής] δοξάζομαι, επαινούμαι …   Dictionary of Greek

  • ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η …   Dictionary of Greek

  • κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”